καλοβάζω

καλοβάζω
1. τακτοποιώ κάτι καλά, βάζω κάτι στην κατάλληλη θέση
2. φορώ κάτι με τον πιο καλό ή πιο κομψό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοβάζω — καλόβαλα, καλοβάλθηκα, καλοβαλμένος, τοποθετώ κάτι καλά στη θέση του, το τακτοποιώ: Τα έπιπλα είναι καλοβαλμένα μέσα στους χώρους του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”